αγριοσύνη

αγριοσύνη
η [άγριος]
η αγριότητα*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγριοσύνη — η αγριότητα: Η αγριοσύνη του φανερωνόταν ιδιαίτερα όταν νόμιζε πως θιγόταν το νιτερέσο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ՎԱՅՐԱԳՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0779 Chronological Sequence: 6c, 7c, 10c գ. ՎԱՅՐԱԳՈՒԹԻՒՆ ἁγροικία, ἁγριοσύνη , ἁγριότης rusticitas, inurbanitas, feritas, immanitas, saevitia. (գրի եւ ՎԱՐԱԳՈՒԹԻՒՆ. լծ. եւ վիրագրութիւն). Վայրագն գոլ. կեանք եւ բարք վայրագաց.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”